Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Το χρονικό της χούντας και του Πολυτεχνείου όπως το έζησε ένας έφηβος.

















Το χρονικό της χούντας και του Πολυτεχνείου όπως το έζησε ένας έφηβος. Μιά συναυλία που δεν έγινε ποτέ. Η εκδρομή που θα γίνει κάποτε. Τρείς μαθητές που γλίτωσαν το Στρατοδικείο.
Η ομιλία μου στην εκδήλωση του Δήμου Ελευσίνας με θέμα "Η εκδρομή που πήγε Πολυτεχνείο".
Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Καλυμνάκη, τον ευχαριστώ πολύ.
" Η εκδρομή που πήγε Πολυτεχνείο.
Εν αρχή ήν η εκδρομή. Και δεν μιλάμε γιά τίποτα σπουδαίο, γιά λίγες μέρες και αν θα το καταφέρναμε, αν θα συμφωνούσε η Διεύθυνση, αν θα βρίσκαμε καθηγητές να αναλάβουν να μας συνοδεύσουν και τόσα άλλα άν. Δεν ήταν στα χρόνια μας καθιερωμένες οι πολυήμερες εκδρομές. Αποφασίσαμε να το προσπαθήσουμε. Με ποιά διαδικασία αναλάβαμε εμείς οι τρείς δεν θυμάμαι. Καταλαβαίνω για ποιό λόγο οι συμμαθητές διάλεξαν τον Μανώλη, ήταν, με διαφορά, ο καλύτερος μαθητής της τάξης και όταν θες να παρακαλέσεις τη διεύθυνση του Σχολείου γιά κάτι, καλό είναι το αίτημα να το παρουσιάσει ο καλύτερος μαθητής. Ο Θανάσης και εγώ δεν ανήκαμε στην αφρόκρεμα του σχολείου. Αλλά, τέλος πάντων, αυτό αποφάσισαν οι συμμαθητές και εμείς οι τρείς αναλάβαμε την υπόθεση “εκδρομή της Έκτης Τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας της χρονιάς 1973-1974”.
Η δική μας χρονιά, μαζί με την αμέσως προηγούμενη, του 72-73 ήταν οι τάξεις που έζησαν όλη την γυμνασιακή περίοδο μέσα στην χούντα. Ήμασταν μικρά παιδιά που γίναμε έφηβοι και μας σημάδεψαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής. Γιατί ζήσαμε τα μικρά έως και τεράστια προβλήματα που δημιούργησε αυτή η βίαιη αλλαγή στις οικογένειές μας, τους συγγενείς μας, την γειτονιά μας, την πόλη μας. Αμέσως με την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος 22 συμπολίτες μας οδηγούνται στην εξορία. Ανάμεσά τους η έγκυος Μαρία Μπουρλότου, ο μετέπειτα Δήμαρχος Μιχάλης Λεβέντης, ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Μίμης Θεοδώρου, όλη η ηγεσία του Εργατικού Κέντρου, Σταύρος Γκούμας, Χρήστος Σπυρόπουλος, ο Μήτσος Λατσούνης, εξάδερφος του πατέρα μου, όπως και ο ήρωας αξιωματικός του Ναυτικού Γαβρήλος Μανιάς ο οποίος, μαζί με άλλους αξιωματικούς μετά την ήττα το 1941 αρνήθηκαν να παραδώσουν τον Στόλο στους κατακτητές, όπως προέβλεπε η συμφωνία της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, και οδήγησαν τα πλοία στην Μέση Ανατολή. Δεν μπορούσαμε να είμαστε αδιάφοροι γιατί στην μικρή Ελευσίνα εκείνης της εποχής κάποιος από τους εξόριστους θα ήταν συγγενής ή οικογενειακός φίλος ή γείτονας, άρα δικός σου άνθρωπος. Ήταν ο βιβλιοπώλης μας, ο Γιώργος Μοναχολιάς, πατέρας του συμμαθητή μας Ανδρέα. Ήταν ο κρεοπώλης της γειτονιάς, ο κυρ- Γιώργος ο Σακελλαρίου. Ήταν ο τζαμάς της γειτονιάς ο Γιακουμής Ροδίτης. Από την Μάνδρα ο πρώην Δήμαρχος Μελέτης Στάθης και ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Νίκος Κόλλιας. Όλοι τους ήταν δικοί μας άνθρωποι άσχετα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός. Δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται από την Υπηρεσία τους ανάμεσά τους ο δάσκαλος μου στην έκτη Δημοτικού και Διευθυντής του 9ου Δημοτικού Σχολείου Παπαγαρυφάλλου. Άλλοι Δημόσιοι υπάλληλοι απομακρύνονται σε δυσπρόσιτες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές ζώντας, και αυτοί, μιά άλλου είδους εξορία. Συμπολίτης πηγαίνει στο περίπτερο όπου γίνεται ο εξής διάλογος: “Το ΦΩΣ θέλεις Κωστάκη;” λέει ο περιπτεράς αστειευόμενος με τις ποδοσφαιρικές προτιμήσεις του Κωστάκη. “Όχι την ΑΥΓΗ” λέει ο Κωστάκης θεωρώντας ότι το αστείο του θα γίνει κατανοητό. Αλλά η χούντα είχε απαγορεύσει και τα αστεία. Πέρνα από το Στρατοδικείο και την φυλακή Κωστάκη να μάθεις να μην κάνεις αστεία. 
Μία από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις, όχι μόνο στα όρια της Ελευσίνας αλλά γιά όλη την Ελλάδα έγινε στο Γυμνάσιό μας. Ο Νικος Κυριαζέλος και ο Χρήστος Σίδερης, μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη, μπαίνουν νύχτα στο Σχολείο, μία από τις πρώτες ημέρες αν όχι τις πρώτες ώρες της δικτατορίας και γράφουν στους πίνακες των τάξεων συνθήματα κατά της Φρειδερίκης και κατά της χούντας. Ο Κυριαζέλος συλλαμβάνεται, τρώει άγριο ξύλο αλλά αντέχει και δεν αποκαλύπτει τον σύντροφό του. Η ασφάλεια προχώρησε σε συλλήψεις όσων λαμπράκηδων δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Συλλαμβάνεται και ο Χρήστος Σίδερης ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη γιά να μην ταλαιπωρούνται άλλοι αδίκως. Οδηγούνται στο Στρατοδικείο όπου καταδικάζονται και καταλήγουν στις φυλακές. Το γεγονός, που πιθανότατα είναι η πρώτη αντιχουντική πράξη πανελλαδικά, χρειάστηκε χρόνια γιά να γίνει γνωστό και δεν έχει ακόμα καταγραφεί από την ιστορία της περιόδου.
Ήταν αδύνατο να μην έχεις στο περιβάλλον σου κάποιον που λίγο ή πολύ ήταν θύμα της χούντας. Όλοι, άλλωστε, ήμασταν θύματα δεδομένου ότι το στρατιωτικό καθεστώς επέβαλε βίαιη αλλαγή της καθημερινότητας και του τρόπου ζωής όλων και όχι μόνο των εξορίστων ή των αριστερών, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια γιά τον καθένα. Τρόμος και σιωπή επικρατεί παντού. Η βία, η αυθαιρεσία, ο λόγος του χωροφύλακα επικρατεί και μέσα στα σχολεία. Ξηλώνεται η σπουδαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανούτσου του 1964. Οι πρώτες χρονιές της χούντας βρίσκουν τις τάξεις των 70 και 80 μαθητών, χωρίς βιβλία, κυρίως της Ιστορίας και των Ελληνικών, μέχρι να γραφτούν τα καινούργια με “ελληνοχριστιανικό” περιεχόμενο. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να παραλαμβάνουμε βιβλία, στα οποία η πρώτη δουλειά μας ήταν, με την επίβλεψη των καθηγητών, να σκίζουμε κεφάλαια ολόκληρα τα οποία δεν είχαν το σωστό “εθνικό” περιεχόμενο. Καινούργια μαθήματα, με εθνικοπατριωτικό περεχόμενο, προστίθενται, μεταξύ των οποίων η “Αγωγή του Πολίτη”. Τα σχολεία έχουν απογυμνωθεί από δημοκρατικούς καθηγητές και στις τάξεις είναι εμφανής η αγωνιώδης προσπάθεια να μην ξεφύγει καμιά συζήτηση από τον “σωστό δρόμο”. Από την εφεδρεία ανακαλείται η Γυμνασιάρχης Ελένη Βουραζέλη, σύζυγος του χουντικού ακαδημαϊκού Μαρινάτου, γιά να συγγράψει την Ιστορία της Βυζαντινής περιόδου της Ε' Γυμνασίου και να αναλάβει το Γυμνάσιο της Ελευσίνας. Γνωστή και ως κουκουβάγια γιατί μας επέβαλε να κρεμάσουμε στο πέτο μας κάτι κακοφταγμένα μεταλλικά σήματα με την κουκουβάγια τα οποία έπρεπε να φοράμε και εκτός σχολείου γιά να μας αναγνωρίζουν και να μας επιβλέπουν οι αρχές. Η παρέμβαση στην προσωπικότητα του μαθητή φτάνει μέχρι τα πιό απλά πράγματα, αδιανόητα γιά την σημερινή εποχή. Ο έλεγχος του μήκους του μαλλιού και της φαβορίτας είναι καθημερινός. Οι “μακρυμάλληδες”, δηλαδή όσοι έχουν μαλλί μακρύτερο των δύο εκατοστών, αποβάλλονται γιά δύο ημέρες και γίνονται δεκτοί πίσω στο σχολείο μόνο αν ελεγχθούν και βρεθούν ευπρεπώς κεκαρμένοι. Τα κορίτσια ελέγχονται γιά το μήκος της μπλέ ποδιάς και εάν δεν είναι το πρέπον, το στρίφωμα ξηλώνεται. Μαθητές αποβάλλονται επειδή δεν δείχνουν τον δέοντα σεβασμό σε καθηγητές εκτός σχολείου. Ένας καθηγητής Νταλέκος δεν μου έδινε το ενδεικτικό της τρίτης Γυμνασίου γιατί φορούσα πανελόνι καμπάνα, αφού προηγουμένως μου είπε ότι είμαι ντυμένος σαν αλήτης. Πήγα σπίτι, άλλαξα παντελόνι και γύρισα. Τότε ανακάλυψε ότι ήμουν αξύριστος και με ξαναέστειλε σπίτι. Τελικά το ενδεικτικό το πήρε ο πατέρας μου. Τέτοιες αυθαίρετες συμπεριφορές ήταν η καθημερινότητα του σχολείου, όχι η εξαίρεση.
Σε αυτό το κλίμα αναλάβαμε να συγκεντρώσουμε λεφτά γιά την εκδρομή. Ξεκινήσαμε με μιά κινηματογραφική προβολή η οποία πήγε πάρα πολύ καλά. Παίχτηκε η ταινία “Κατσαριδάκι αγάπη μου”. Είχαμε σχεδιάσει να παίξουμε μία άλλη ταινία, καλλιτεχνική, αλλά κάτι δεν πήγε καλά με την εταιρεία διανομής και τελικά παίξαμε αυτή την γνωστή κωμωδία. Μεγάλη επιτυχία. Βγάλαμε τα πρώτα λεφτά.
Αλλά δεν ήταν μόνο το σχολείο που διαμόρφωνε την ζωή μας. Στις τελευταίες τάξεις πιά ήμασταν αρκετά μεγάλοι γιά να εισπράττουμε τα μηνύματα της κοινωνίας αλλά και να ζούμε μέσα σ' αυτήν, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο ο καθένας με τον τρόπο του. Γιατί η νεολαία δεν είναι μονοδιάστατη και δεν εκφράζεται ομοιόμορφα. Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ να την αντιμετωπίζουμε με γενικεύσεις και αφορισμούς. Προφανώς και δεν ήμασταν όλοι ίδιοι και προφανώς δεν είχαμε όλοι τις ίδιες απόψεις. Διαμορφώναμε τις προσωπικότητές μας επηρεασμένοι και από τις οικογενειακές μας παραδόσεις, τα ερεθίσματα που ο καθένας είχε αλλά και από την κοσμοαντίληψη που ο καθένας οικοδομούσε. Δεν θέλω να δώσω μιά ψεύτικη εικόνα καθολικής αντίστασης αλλά, αυτό γιά το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος και απληροφόρητος. Μαθαίναμε τα νέα γιά τον αναβρασμό που επικρατούσε στα Πανεπιστήμια από τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και τους γνωστούς. Ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά, είχαμε ένα επιπλέον κανάλι πληροφόρησης που ήταν τα Φροντιστήρια της Αθήνας στα οποία πηγαίναμε γιά να προετοιμαστούμε γιά τις εισαγωγικές στην τριτοβάθμια. Ουσιαστικά ζούσαμε μέσα στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Η Κάνιγκος, η Ακαδημίας, η Πανεπιστημίου ήταν γεμάτες φροντιστήρια αλλά και γεμάτες φοιτητές με τους οποίους ερχόμαστε σε καθημερινή επαφή. Αλλά και τα στέκια μας ήταν ίδια. Το ταβερνάκι “Δούρειος Ίππος” στα Εξάρχεια, η καφετέρια “CIAO-CIAO” στην 3ης Σεπτεμβρίου, το “Κεντρικόν”, στην Πανεπιστημίου. Μιά τρίχα να έπεφτε στα Πανεπιστήμια το μαθαίναμε αμέσως. Όπως επίσης είχαμε στα χέρια μας όλες τις προκηρύξεις και τις ανακοινώσεις που κυκλοφορούσαν από τις αντιστασιακές οργανώσεις και τους φοιτητικούς συλλόγους. Μάθαμε να ακούμε την Φωνή της αλήθειας, τον σταθμό του ΚΚΕ που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, την Ντόυτσε Βέλλε από την Γερμανία, την Ελληνική Εκπομπή του BBC που μας μετέδιδαν τις απαγορευμένες ειδήσεις από την Ελλάδα αλλά και όλα τα νέα από τις κινήσεις που έκαναν οι έλληνες αντιστασιακοί στο εξωτερικό.
Μην φανταστείτε όμως ότι ήμασταν τίποτα μονοκόμματοι αγωνιστές με κρυμένες προκηρύξεις στην φόδρα του μπουφάν και μολότωφ στην κωλότσεπη, προσηλωμένοι στην αντίσταση. Ήμασταν κανονικοί έφηβοι που ζούσαμε όλες τις μοναδικές χαρές που δίνει αυτή η ηλικία. Τα αγόρια κάναμε τις γνωστές αγορίστικες χαζομάρες και χοντράδες γιά να εντυπωσιάσουμε τα κορίτσια. Δίναμε μεγάλο αγώνα γιά να έχουμε έστω και μισό πόντο “μακρύ μαλλί” και τρία χιλιοστά μακρύτερη φαβορίτα. Κάποιοι πιό χαζοί απ' όλους τους άλλους αρχίσαμε το κάπνισμα γιά να αποδείξουμε ότι μεγαλώσαμε. Μετρούσαμε την καμπάνα στα παντελόνια να είναι πάνω από 21 πόντους και είχαμε αποκτήσει καβάτζες στο Μοναστηράκι γιά να προμηθευόμαστε γνήσια τζην Λή. Τα φιλάρεσκα κορίτσια, ντυμένες με τις ακριβές ποδιές Τσεκλένης από το ΜΙΝΙΟΝ, η τις ραμμένες από την μοδίστρα της γειτονιάς με τους τεράστιους γιακάδες, έδιναν αγώνα γιά να κλέψουν δυό πόντους πάνω από το γόνατο από το μήκος της ποδιάς και έφερναν στο Σχολείο στολισμένα με ζωγραφιές, καρδούλες και λουλουδάκια, τεράστια πολυσέλιδα λευκώματα στα οποία ανταλάσσαμε κλεμμένα φιλοσοφικά αποφθέγματα και όρκους γιά αιώνια φιλία και αγάπη. Και ερωτευόμασταν. Με αυτούς τους εφηβικούς έρωτες που συνήθως τελειώνουν γρήγορα αλλά δεν πεθαίνουν ποτέ. Ήταν η περίοδος των πάρτι με την φωνή του Ανταμό και του Αλ Μπάνο, με τις κιθάρες του Σαντάνα και του Χέντριξ, με το βερμούτ και το Μαρτίνι Μπιάνκο, με τα παθιασμένα μπλούζ στο μισοσκόταδο. Καμιά φορά ανοίγαμε και κάποιο βιβλίο.
Είχαμε κάποιο χαρτζηλίκι στην τσέπη αφού, τα αγόρια τουλάχιστον, τα καλοκαίρια δουλεύαμε στα εργοστάσια της περιοχής ή στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ζούσαμε μιά κανονική ζωή που είχε απ' όλα. Μπορεί το ένα βράδυ να ξενυχτούσαμε γιά να ακούσουμε από το ράδιο την Φωνή της αλήθειας και το άλλο βράδυ να ξενυχτούσαμε γιά να ακούσουμε από τον Σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης της Νέας Μάκρης την μετάδοση του αγώνα μπόξ Κάσιους Κλέι-Τζο Φρέιζερ. Μπορεί το ένα βράδι να κλεινόμαστε στα πιό κρυφά δωματιάκια γιά να ακούσουμε Θεοδωράκη και το επόμενο βράδι να κλεινόμαστε στην ίδια κάμαρα γιά να ακούσουμε το Άμπεϋ Ρόουντ των Μπήτλς. Μπορεί το ένα βράδι να χωνώμασταν σε μιά συνέλευση στη Νομική και την άλλη μέρα να πηγαίναμε σε έναν αγώνα του Πανελευσινιακού. Μία από τις διαδρομές που είχαμε εντάξει στην διασκέδασή μας ήταν οι μπουάτ. Εκεί είχαμε γνωρίσει τα αστέρια του νέου κύμματος που είχε ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 60. Κώστας Χατζής, Λάκης Παπάς, Μιχάλης Βιολάρης, Πόπη Αστεριάδη, Γιώργος Ζωγράφος. Ωραία τραγούδια, πολύ ζεστοί χώροι με 40-50 καθίσματα-πάγκους όπου ο ένας καθόταν κολλητά στον άλλον και φτηνά. Επιπλέον, το πρόγραμμα τελείωνε νωρίς και προλαβαίναμε στην Κουμουνδούρου το τελευταίο λεωφορείο στις 1 τη νύχτα, το λεγόμενο και “υπηρεσιακό” επειδή περνούσε μέσα από το Χαϊδάρι και τον Ασπρόπυργο.
Περνούν έξι μαύρα χρόνια και έρχεται η στιγμή που αποφασίζει ο Παπαδόπουλος να προχωρήσει στην ελεγχόμενη από τον ίδιο φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Ιούλιο του 1973 καταργεί την βασιλεία, αυτοανακηρύσσεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας με επταετή θητεία και λίγο μετά διορίζει Πρωθυπουργό τον παλαιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη με εντολή να προετοιμάσει τη χώρα γιά εκλογές στις οποίες θα έπαιρναν μέρος όσα κόμματα θα ενέκρινε το στρατιωτικό καθεστώς. Ανάμεσα στα άλλα που συμβαίνουν χαλαρώνει και η λογοκρισία. Βλέπουμε γιά πρώτη φορά την ταινία “Πισίνα” με τον Αλεν Ντελόν και την Ρόμι Σνάιντερ, με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, την οποία η λογοκρισία είχε απαγορεύσει επειδή υπήρχε μία σκηνή με την πρωταγωνίστρια γυμνόστηθη. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παίρνει άδεια να ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας “Ο Θίασος”. Και, γιά πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια, αίρεται η απαγόρευση γιά 40 τραγούδια του Θεοδωράκη από αυτά που είχαν κυκλοφορήσει πριν το 67, τα ερωτικά και λιγότερο πολιτικά.
Με το που χαλάρωσε η λογοκρισία άνθισε η Πλάκα. Ο Μαρκόπουλος βγαίνει γιά πρώτη φορά στο κοινό. Έρχεται ο Ξυλούρης. Επιστρέφει ο Σαββόπουλος. Και, καταφθάνει ο Αντώνης Καλογιάννης από το Παρίσι. Ο Καλογιάννης είχε ξεκινήσει με τον Θεοδωράκη πριν την χούντα με μιά περιοδεία στην Σοβιετική Ένωση. Ακολούθησε τον Μίκη στο εξωτερικό και κάνουν μαζί πάνω από 500 συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Μόλις χαλάρωσε η λογοκρισία έρχεται στην Πλάκα και τραγουδάει αποκλειστικά Θεοδωράκη. Και τα επιτρεπόμενα αλλά και τα απαγορευμένα τραγούδια.. Μεγάλη επιτυχία και βέβαια, τα παιδιά από της Ελευσίνα πού τα χάνεις πού τα βρίσκεις στον Καλογιάννη.
Και ξαναερχόμαστε στην εκδρομή. Κάποιος είχε την ιδέα: “Δεν κάνουμε μιά συναυλία με τον Καλογιάννη να μαζέψουμε λεφτά γιά την εκδρομή;” Φάνηκε καλή η ιδέα. Πάμε στο καμαρίνι του και του το προτείνουμε. Ενθουσιάστηκε. Γιά πρώτη φορά θα ακουστούν τα τραγούδια του Μίκη σε ανοικτή συναυλία μετά από έξι χρόνια απαγόρευσης. Συμφωνούμε αμέσως. Η συναυλία αυτή θα είχε και συμβολικό χαρακτήρα γιατί ο Θεοδωράκης είχε ξεκινήσει το 1961 από την Ελευσίνα τις συναυλίες του εκτός Αθήνας. Θα ξεκινούσε και πάλι από την Ελευσίνα. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο ο Μίκης από το Παρίσι έκανε την δήλωση “Έχω έγκυρο διαβατήριο και οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αποφασίσω να πάρω το αεροπλάνο”, πράγμα που αιωρείτω στην ατμόσφαιρα και άφηνε την πιθανότητα να εμφανιστεί και ο ίδιος στην συναυλία. Κανείς δεν το έλεγε αλλά κάποιοι το σκεφτόμασταν. Αφού συμφωνήσαμε δώσαμε και μιά προκαταβολή από τα λεφτά που είχαμε συγκεντρώσει με την ταινία. Ποσά δεν θυμάμαι, συγχωρήστε με, αλλά μην ξεχνάτε ότι έχουν περάσει 45 χρόνια και είναι η πρώτη φορά που προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε όσες μνήμες είναι ακόμα ζωντανές. Φτιάξαμε μιά λίστα των τραγουδιών που θα παίζονταν στην συναυλία και ο Θανάσης ανέλαβε να την υποβάλει, ως διοργανωτής-μάνατζερ, στην Λογοκρισία. Η λίστα περιλάμβανε όλα τα απελευθερωμένα τραγούδια του Μίκη αλλά και πολλά από τα απαγορευμένα με παραποιημένους τίτλους. Ας πούμε το “Ένα το χελιδόνι”, λέει στον στίχο “Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή”. Γράφαμε στην λίστα “Άνοιξη ακριβή” - Δημοτικόν, αγνώστου συνθέτου, και άλλα τέτοια. Μιά μέρα μας έφερε ο Θανάσης την άδεια με υπογραφή Σπύρος Ζουρνατζής, Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ. Ξέραμε τι συνέβαινε όπως και εκείνοι ήξεραν αλλά ήταν το κλίμα σχετικά ανεκτικό και η χούντα ήθελε μιά ελεγχόμενη χαλάρωση.
Και ενώ ήταν όλα έτοιμα και έμενε μόνο να ορίσουμε την ημερομηνία της συναυλίας, γίνεται το Πολυτεχνείο. Τα είχαμε πάρει και εμείς οι “μικροί” τα μηνύματα, υπήρχε αναστάτωση σε σχέση με τις φοιτητικές εκλογές που ετοιμάζονταν να γίνουν, είχαν προηγηθεί οι δύο καταλήψεις της Νομικής, υπήρχαν συνεχόμενες συνελεύσεις και ξαφνικά, μιά Τετάρτη βλέπουμε μιά πορεία να κατεβαίνει από την Σόλωνος και να κατευθύνεται πρός το Πολυτεχνείο. Τα φροντιστήρια άδειασαν όπως έγινε και την επόμενη και την Παρασκευή. Την οποία Παρασκευή ήταν ορισμένος να γίνει ο Έρανος του Ερυθρού Σταυρού. Προφανώς με εντολή άνωθεν μας ανακοινώνεται ότι στον Έρανο δεν θα πάει η Έκτη τάξη αλλά η Πέμπτη. Ο σκοπός ήταν ολοφάνερος, να μην την κοπανήσουμε και πάμε στο Πολυτεχνείο. Μετά από μιά πρόχειρη συνέλευση αποφασίζουμε να κάνουμε “αποχή”. Ούτε την λέξη δεν γνωρίζαμε τότε αλλά αυτό έγινε. Πηδήξαμε τα κάγκελα και φύγαμε. Πολλοί. Μιά μεγάλη ομάδα με το λεωφορείο πήγαμε στο Πολυτεχνείο, ομαδικά. Φτάσαμε στην είσοδο, δηλώσαμε ποιοί είμαστε και μπήκαμε μέσα. Σε λίγο ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα ότι στον χώρο του Πολυτεχνείου έχουν μπεί μαθητές από το Γυμνάσιο της Ελευσίνας. Με δέος αλλά και ενθουσιασμό συμμετέχουμε στα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, γινόμαστε και εμείς μέρος τους. Συμμαθήτριες κάθονται σε πάγκους και γράφουν συνθήματα σε λευκά χαρτιά τα οποία άλλοι συμμαθητές ρίχνουν μέσα στα διερχόμανα αυτοκίνητα και λεωφορεία. Άλλοι σταματούσαν τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ και έγραφαν πάνω στις επιφάνειές τους συνθήματα γιά να μεταφερθούν μέσω των δρομολογίων σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Άλλοι έφτιαχναν πανώ και άλλοι με καθρέφτες προσπαθούσαν να τυφλώσουν τις κάμερες που ήταν στημένες στο απέναντι ξενοδοχείο. Σε μιά στιγμή τα μεγάφωνα κάλεσαν όλους τους μαθητές που ήμασταν στον χώρο να συγκεντρωθούμε στο αμφιθέατρο Γκίνη. Πήγαμε. Υπήρχαν μαθητές από δέκα περίπου Γυμνάσια της Αττικής. Μας μίλησαν δύο κορίτσια. Πιθανολογώ, με βάση τις μορφές που γνωρίσαμε αργότερα ότι ήταν η Ιωάννα Καρυστιάνη και η Νάντια Βαλαβάνη. Αφού μας μίλησαν γιά τους σκοπούς της εξέγερσης και την ανάγκη να κινητοποιηθεί όλος ο λαός και να ξεπεραστούν τα φοιτητικά όρια, στο τέλος μας είπαν να ορίσουμε έναν εκπρόσωπο από κάθε σχολείο. Ένας συμμαθητής με έσπρωξε από τα πάνω σκαλιά του αμφιθέατρου λέγοντας “εσύ να πάς”. Πήγα. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν την επόμενη μέρα να ξεσηκώσουμε όλα τα σχολεία. Αλλά δεν υπήρξε επόμενη μέρα.
Άλλοι συμμαθητές έμειναν μέχρι αργά, άλλοι έφυγαν και ξαναγύρισαν, άλλοι έμειναν απ' έξω γιά ώρες. Μεγάλο μέρος της Έκτης Τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας της χρονιάς 1973-1974 βρέθηκε στο Πολυτεχνείο έστω γιά κάποιες ώρες. Δεν τολμάω να αναφερθώ ονομαστικά γιατί δεν εμπιστεύομαι την μνήμη μου πιά και φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να υπηρετήσω την ιστορική ακρίβεια. Αυτό πρέπει να γίνει αντικείμενο μιάς σοβαρής ιστορικής έρευνας. Αργά το βράδυ της Παρασκευής από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να βγούν από τον χώρο του Πολυτεχνείου οι ανήλικοι και οι μαθητές. Μας έβγαλαν, σχεδόν υποχρεωτικά, από την πόρτα της Μπουμπουλίνας προς την πλευρά του Μουσείου. Έξω η Αστυνομία είχε αρχίσει την επίθεση στο συγκεντρωμένο πλήθος με σκοπό να διαλυθεί η συγκέντρωση ώστε να γίνει ανεμπόδιστα η επιχείρηση γιά την εκκένωση. Μας περίμεναν αστυνομικές δυνάμεις και παρακρατικοί με πολιτικά που μας βάρεσαν άγρια με γκλόμπς και στυλιάρια. Σκορπιστήκαμε στα γύρω στενά, υπήρχε κυνηγητό, δακρυγόνα και πετροπόλεμος που κράτησε ώρες. Φωτιές και οδομαχίες σε όλους τους γύρω δρόμους. Τραυματίες παντού. Ξέραμε από νωρίς το απόγευμα ότι υπήρχαν νεκροί. Σιγά-σιγά μας απομάκρυναν και δεν βλέπαμε πιά τι γίνεται στο Πολυτεχνείο. Πολύ αργά, Σάββατο πιά, έφτασα στην Ελευσίνα χωρίς να ξέρω τι έχει γίνει. Ο σταθμός είχε σιγήσει. Το πρωί πήγαμε σχολείο. Τότε τα σχολεία λειτουργούσαν και το Σάββατο. Μπήκε στην τάξη μας η φυσικός Κατερίνα Σαπναδέλλη αναστατωμένη και, δακρυσμένη, αναφέρθηκε στα γεγονότα. Μας έδωσε μιά περιγραφή της Πύλης του Πολυτεχνείου και της εικόνας που είχε το κέντρο της Αθήνας το πρωί και μας είπε ανοικτά ότι υπάρχουν νεκροί. Μάθημα δεν έγινε, ασφαλίτες ήρθαν στο σχολείο και αργότερα βγήκε ο υπογυμνασιάρχης Στρίγκας και μας είπε να φύγουμε γιατί επιβλήθηκε πάλι στρατιωτικός νόμος και ότι από το ραδιόφωνο θα μαθαίναμε πότε θα συνεχιστούν τα μαθήματα.
Και με την εκδρομή τι γίνεται;
Αφού πέρασαν οι πρώτες ημέρες της λύπης, της οργής και της αγανάκτησης και αφού άρχισε η ζωή να ανακτά τα γνωστά σκληρά χουντικά χαρακτηριστικά, προέκυψε το ερώτημα, τι γίνεται με την συναυλία; Πού είναι ο Καλογιάννης; Πήγαμε στην μπουάτ, τον βρήκαμε εκεί, χωρίς να παίζει βέβαια. Μας είπε, “Παιδιά εγώ δεν έχω πάρει λεφτά από την προκαταβολή, τα έχω δώσει όλα στην ορχήστρα γιά τις πρόβες, επιστροφή δεν μπορεί να υπάρξει αλλά ας περιμένουμε και αν μαλακώσουν τα πράγματα θα την κάνουμε την συναυλία αργότερα”.
Ποιά πράγματα να μαλακώσουν όμως; Καινούργια γενιά εξορίστων ξαναγέμισε την Γυάρο. Όσοι φοιτητές δεν φυλακίστηκαν, επέστρεψαν στους στρατώνες αφού διακόπηκε γιά άλλη μιά φορά η αναβολή τους. Ο Καλογιάννης ξαναέφυγε γιά το Παρίσι. Η νέα χούντα του Ιωαννίδη ετοιμαζόταν γιά την εγκληματική προδοσία της Κύπρου. Ενημερώσαμε τους συμμαθητές γιά το πρόβλημα. Κάποιοι γκρίνιαξαν και άφησαν υπονοούμενα ότι είχαμε κάνει κακή διαχείριση. Ίσως και να εννοούσαν, χωρίς να τολμούν να το εκφράσουν ανοιχτά ότι τα είχαμε φάει τα λεφτά. Σε μιά τέτοια συζήτηση ο Μανώλης το ξέκοψε σε έντονο ύφος: “Όσα λεφτά λείπουν θα τα βάλουμε εμείς απ΄την τσέπη μας”.
Πέρασαν πάνω από δύο μήνες, κοντεύουμε στα τέλη του Ιανουαρίου του 1974. Ένα βράδυ γυρίζω σπίτι από το φροντιστήριο. Όλοι ξύπνιοι, πράγμα που δεν συνέβαινε ποτέ αφού ο πατέρας μου ξυπνούσε στις 4 το πρωί γιά την δουλειά του. “Ήρθε κάποιος από την Ασφάλεια και είπε αυριο να μην πας σχολείο και να πας στα γραφεία τους. Συμβαίνει κάτι που δεν ξέρουμε;”, ρώτησε ο πατέρας μου. “Όχι μπαμπά, δεν συμβαίνει κάτι που δεν ξέρετε”. Όλων μας το μυαλό πήγε στο Πολυτεχνείο. Οι γονείς μου είχαν πάντα μιά ανησυχία αλλά ποτέ δεν με απέτρεψαν να κάνω αυτό που ήθελα. Όλοι ήξεραν ότι στην Ασφάλεια έπεφτε ξύλο αν και λεγόταν, εκείνη την εποχή, ότι στην Ελευσίνα έπεφταν κάτι “ψιλές”, το άγριο ξύλο έπεφτε στο στρατόπεδο των ΛΟΚ στον Ασπρόπυργο. Προετοιμαστήκαμε γιά τα χειρότερα. Κανείς στο σπίτι δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδι.
Πάντως, ξύλο δεν έφαγα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να με δείρουν άλλωστε αφού όσες ερωτήσεις μου έκαναν τις απάντησα όλες. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν γιά το Πολυτεχνείο. Όλες οι ερωτήσεις αφορούσαν τα λεφτά της εκδρομής. “Πού συναντιόσασταν με τον Καλογιάννη;” Στην μπουάτ. “Ποιός άλλος ήταν μαζί του;” Η ορχήστρα. “Τα ονόματα της ορχήστρας;” Μάκης, Τάκης, Λάκης ας πούμε. “Πότε του δώσατε τα λεφτά;” Ένα βράδυ δεν θυμάμαι ακριβώς ποιό. “Ποιός άλλος ήταν μαζί του όταν του δώσατε τα λεφτά;” Η ορχήστρα. Έβγαινε ο ένας έμπαινε ο άλλος, ξανά οι ίδιες ερωτήσεις. Σε μιά στιγμή μπήκε ένας πιό άγριος που με έβρισε “μαλακισμένο κωλόπαιδο” αλλά χέρι δεν σήκωσε. Βαρέθηκαν και πριν το μεσημέρι με άφησαν ελεύθερο. Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου φόρεσε το κουστούμι και την γραβάτα και ήρθε στο Σχολείο. Η Γυμνασιάρχης Γκίνη του είπε, “Εγώ δεν ξέρω τίποτα κύριε Κουρεμέτη, ρωτήστε τον κ. Στρίγκα”. Αυτό δεν ήταν καλό μήνυμα γιατί ο Στρίγκας ήταν ο άνθρωπος της Ασφάλειας στο σχολείο. “Τώραααα; Δεν γίνεται τίποτα. Τι να σου κάνω άνθρωπέ μου, αυτοί μάζεψαν λεφτά γιά τους κομμουνιστάς. Ό,τι αποφασίσει ο Σύλλογος των καθηγητών”. Αυτή ήταν η απάντηση του κου Υπογυμνασιάρχη.
Ο μπαμπάς μου δούλευε σε μία επιχείρηση που διατηρούσε και διατηρεί μεγάλη πολιτική οικογένεια στην περιοχή μας, ισχυρή οικογένεια ανεξαρτήτως εποχής. (Στα παιδικά μου χρόνια έχω παίξει στις λάσπες και τα χώματα με μετέπειτα Πρωθυπουργό, εκεινος φορούσε λουστρίνια κι εγώ πάνινες ελβιέλες). Μόλις τέλειωσε η συζήτηση με τον Στρίγκα, πήρε το λεωφορείο και πήγε στα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης. “Κυρ-Αλέκο ο γιός μου έχει πρόβλημα”. Του εξήγησε. Το αφεντικό σήκωσε το τηλέφωνο και μίλησε με κάποιον τον οποίο αποκάλεσε “Υπουργέ μου”. Ο άλλος δεν το ήξερε το θέμα, μίλησαν γιά λίγα λεπτά. Κλείνει το τηλέφωνο ο κυρ-Αλέκος και λέει στον πατέρα μου, “Εντάξει Νικήτα, θα τους ρίξουν τρείς μέρες αποβολή και τέλος. Έληξε το θέμα”.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, αξημέρωτα, το αφεντικό πήρε την Μερσεντές με τον οδηγό και ανέβηκε στην Οινόη όπου ήταν το εργοτάξιο της Επιχείρησης. “Νικήτα, είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα. Τους κατηγορούν ότι ανήκουν σε παράνομη οργάνωση και ότι χρηματοδότησαν τους κομμουνιστές με λεφτά του σχολείου. Αν δεν ήταν ανήλικοι θα τους πήγαιναν στρατοδικείο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα”.
Όντως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και, όντως, το γλιτώσαμε το Στρατοδικείο. Ακολούθησε η συνεδρίαση του Συλλόγου των καθηγητών με την παρουσία της Ασφάλειας. Έγινε ψηφοφορία, ας την πούμε έτσι, γιατί τίποτα δεν έγινε σύμφωνα με τους τύπους, ούτε καταγράφηκε επίσημα στα βιβλία του Σχολείου η υπόθεση. Όπως μάθαμε πολύ αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, το σύνολο των καθηγητών ήταν υπέρ της οριστικής αποβολής και των τριών μας από το Γυμνάσιο της Ελευσίνας εκτός από μία καθηγήτρια.
Αυτή η μία “δική” μας ήταν η καθηγήτρια Φυσικής, η σχεδόν συνομήλική μας Καίτη Σαπναδέλη. Να είναι πάντα καλά. Η Καίτη είναι η απόδειξη ότι ακέραιοι άνθρωποι με αρχές πάντα θα υπάρχουν, ακόμα και στις πιό δύσκολες συνθήκες.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1974, τρείς μαθητές της Έκτης τάξης του Γυμνασίου Ελευσίνας, ο Μανώλης Μανουδάκης, ο Θανάσης Μπενετάτος και ο Μπάμπης Κουρεμέτης φύγαμε γιά τα νέα μας σχολεία.
Με την ευκαιρία αυτής της εκδήλωσης κάνω έκκληση στις αρχές της πόλης και της περιφέρειας να κάνουν ό,τι πρέπει γιά να γραφτεί η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Ήδη οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να δώσουν μαρτυρίες γιά την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφύλιου έχουν χαθεί. Σε λίγο θα έχει χαθεί και η γενιά της Δικτατορίας.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Δήμο που βοήθησε και με τις τρείς υποστάσεις του να θυμηθούμε αυτά τα γεγονότα. Να ευχαριστήσω επίσης τον Γιάννη Φιλίππου που είχε την ιδέα και την ακούραστη επιμονή να γίνει αυτή η εκδήλωση. Να ευχαριστήσω όσους δούλεψαν μαζί με τον Γιάννη γιά την επιτυχία αυτής της εκδήλωσης. Ευχαριστώ πολύ την αγαπημένη μας Καίτη Σαπναδέλη γιά τη στάση που κράτησε τότε και γιά την αγάπη που μας δείχνει μέχρι και σήμερα, να είναι πάντα καλά.
Σας ευχαριστούμε πολύ όλους που μας τιμήσατε και μην ξεχνάτε, όπως έχει πεί ο Πάμπλο Πικάσσο. “Η νεότητα δεν έχει ηλικία”. "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου