Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Ο φίλος μου Γιάννης Αδάμ.





Ο Γιάννης είναι ο μόνος από τους φίλους μου που ήμαστε μαζί όλη μας τη ζωή. Μαζί με την ουσιαστική έννοια, όχι την τυπική. Στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, γεννηθήκαμε με διαφορά λίγων μηνών σε δύο αντικρυστές αυλές που τις χώριζε ένας χωματόδρομος. Αυτός ο χωματόδρομος έγινε η αλάνα των πρώτων μας παιχνιδιών, η οδός των ονείρων μας, η λεωφόρος της πρώτης μας εξόδου στην κοινωνία, η είσοδός μας στη ζωή. Μιά αλάνα γεμάτη απ' τις φωνές των μανάδων μας. Της μάνας του, κυρα-Αγγέλας, που μας μοίραζε φρεσκοψημένο ζυμωτό ψωμί και της μάνας μου, της κυρα-Χρυσούλας, που μας κέρναγε θεσσαλικές μπατζίνες. Μπάμπηηηη, Γιάννηηηη...

Ελευσίνα, Συνοικία Παράδεισος.
Στην μπάλλα με ξεπερνούσε, μάλλον όλοι με ξεπερνούσαν στη μπάλλα. Σε άλλα, που ήταν περισσότερο του εσωτερικού κόσμου, ήμουν καλύτερος. Είχε την απίθανη ικανότητα να είναι αυτός που έφερνε τα καινούργια στην πιτσιρικαρία της αλάνας. Αυτός μας έμαθε πώς παίζεται το ξυλίκι και οι μπίλιες. Ο Γιάννης έφερε γιά πρώτη φορά στη γειτονιά τα άλμπουμ της ΜΕΛΟ. Μπορεί το δικό μου πατίνι να ήταν πιό όμορφο και να κυλούσε πιό ωραία αλλά ο Γιάννης είχε κυκλοφορήσει το πρώτο πατίνι στη γειτονιά. Μπορεί να ήμουν εγώ ο πρώτος που συμπλήρωσα εκατοντάδα με χαρτάκια ποδοσφαιριστών αλλά ο Γιάννης ήταν ο πρώτος που έφερε τα χαρτάκια στην παρέα. Τα πρώτα τρίγωνα, οι στρακαστρούκες και τα πυροτεχνήματα στην αυλή του θα έσκαγαν. Τα δικά μας, των υπολοίπων, θα ακολουθούσαν.

Ένα δωματιάκι, στην πίσω αυλή του σπιτιού του, ήταν ο χώρος μας. Εκεί ακούσαμε γιά πρώτη φορά το Abbey Road των Beattles. Εκεί μοιραστήκαμε τις πρώτες σκέψεις γιά το μέλλον. Από 'κει ξεκινούσαν οι εξωτικές περιπλανήσεις στον κόσμο πέρα από τον Παράδεισο.
Περιμέναμε να κοιμηθεί ο κυρ-Σπύρος, ο μπαμπάς του, και μετά ανοίγαμε την αυλόπορτα, σπρώχναμε το άσπρο μηχανάκι SACΗS, χωρίς να το βάλουμε μπροστά, και όταν φτάναμε στην άκρη της γειτονιάς, στου Γκούμα, το καβαλάγαμε και φεύγαμε γιά την Μάνδρα. Αγαπούσαμε κι οι δυό, σύμπτωση, από μιά Μαρία που, κι άλλη σύμπτωση, και οι δυό έμεναν στην ίδια γειτονιά. Κάναμε κάποιες βόλτες στο τετράγωνο με τις Μαρίες, μέχρι κάποιο φώς να ανάψει, σήμα ότι μας είδαν, ή να βγεί κάποιος εκνευρισμένος από τα βουμ-βούμ του SACHS και να μας βρίσει. Αργότερα συνεχίστηκε το ίδιο σχέδιο με το κόκκινο ΚΑDΕΤT του πατέρα μου. Γιά άλλες Μαρίες.

Κάποτε, μοιραία, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε, ακολουθήσαμε διαφορετικούς δρόμους και αραίωσαν οι επαφές μας. Μία στις τόσες ένα τηλέφωνο, τυχαίες συναντήσεις σε τυπικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Τι γίνεσαι ρε, πού είσαι; Είμαι στο Λαύριο, στην Κέρκυρα, στην Πάτρα, στην Ολλανδία, στο Αρχηγείο. Πετάω γιά Σιγκαπούρη, γιά Καναδά, γιά Αμερική. Είμαι Αντιπλοίαρχος, Πλοίαρχος, Υποναύαρχος. Ο Γιάννης υπηρετούσε στο Λιμενικό.
Βιαστικός, συχνά, αλλά πάντα με ένα καλόκαρδο πείραγμα στο στόμα. Απλός, κοντινός, τα αξιώματα δεν τον βάρυναν. Παρέμεινε ο πιτσιρικάς με τους βώλους, ο έφηβος με το SACHS.
Κάποιος καφές στα γρήγορα, πώς πάει η οικογένεια; Εντάξει, οι οικογένειες με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Τα παιδιά μεγάλωσαν, μεγάλωσαν και τα προβλήματα. Κανονική ζωή.

Τα τελευταία χρόνια πέρασε μιά μεγάλη υπηρεσιακή περιπέτεια. Πληγώθηκε.
Η περιπέτεια τέλειωσε, ξεπεράστηκε. Πίσω στο Λιμενικό με όλους τους βαθμούς και όλες τις προαγωγές. Ναύαρχος.
Αυτό που δεν ξεπεράστηκε ήταν το σοβαρό πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπώρησε μέχρι τέλους.
Τον έχασα τον φίλο μου.
Γειά σου Γιάννη.